- κλεισουράρχης
- κλεισουράρχης ή κλεισουριάρχης, ὁ (Μ)1. ο αρχηγός τής φρουράς που φύλαγε κλεισούρα, κλεισουροφύλακας2. (στο Βυζ.) ο διοικητής τής κλεισούρας, μικρής διοικητικής περιφέρειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. επιτελ-άρχης, τελετ-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.